- παρασπασμός
- ὁ, Α [παρασπώ]πλάγια απόσπαση ή αφαίρεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρασπασμοί — παρασπασμός drawing sideways masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασπασμῶν — παρασπασμός drawing sideways masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασπασμόν — παρασπασμός drawing sideways masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράσπασις — άσεως, ἡ, Α [παρασπώ] 1. παρασπασμός* 2. έλξη, διασυρμός θύματος από θηρίο … Dictionary of Greek